LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λυκάβας"
- λῠκά-βας[κᾰ], -αντος, ὁ, I. έτος, σε Ομήρ. Οδ., Βίωνα. II.λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, ώρες που αποτελούν το έτος, σε Ανθ. (πιθ. από *λύκη, βαίνω, η οδός του φωτός, ο δρόμος του ηλίου).