Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λυγρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λυγρός, , -όν, I. 1. πληγωμένος, ολέθριος, πένθιμος, σε Όμηρ., Τραγ.· τὰ λυγρά, δυστυχία, αθλιότητα, όλεθρος, καταστροφή, σε Όμηρ., Ησίοδ. 2. ολέθριος, με Ενεργ. σημασία, φάρμακα λυγρά, σε Ομήρ. Οδ.· γαστὴρ λυγρή, η κοιλιά ως αιτία του ολέθρου, στο ίδ. 3. εἵματα λυγρά, άθλια ενδύματα, στο ίδ. II. λέγεται για πρόσωπο, ολέθριος, επιβλαβής, στο ίδ.· ελεεινός, δηλ. αδύναμος, δειλός, σε Όμηρ., Σοφ. III. επίρρ., λυγρῶς, αθλίως, ελεεινά, σε Ομήρ. Ιλ.