LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λυγίζω"
- λῠγίζω, Δωρ. μέλ. λυγιξῶ, παρακ. λελύγισμαι — Παθ., Δωρ. αόρ. ἐλυγίχθην (λύγος)· I. 1. λυγίζω, κάμπτω ή συστρέφω κάτι, όπως κάνει κάποιος το κλαδί ιτιάς, πλευρὰν λυγίζω, λέγεται για χορευτή, σε Αριστοφ.· λυγίζω ἀλλήλους, λέγεται για παλαιστές, σε Λουκ. 2. ρίπτω, καταβάλλω, κυριεύω, σε Θεόκρ. II. 1. Παθ., κάμπτομαι, λυγίζομαι, συστρέφομαι σαν κλαδί ιτιάς, κάμπτομαι ή συστρέφομαι έτσι ώστε να αποφύγω το χτύπημα, σε Πλάτ., Λουκ.· μεταφ., σε μτχ. παρακ., λελυγισμένος, θηλυπρεπής, σπασμένος, σε Ανθ. 2. στρέφομαι, «παίζω», όπως το κοίλο μέρος του οστού στην άρθρωση, σε Σοφ. 3. μεταφ., κάμπτομαι, καταβάλλομαι, ηττώμαι, νικιέμαι, σε Θεόκρ.

