Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λοχάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λοχάω, μέλ. λοχήσω, Επικ. επίσης λοχήσομαι· αόρ. ἐλόχησα· Επικ. γʹ πληθ. λοχόωσι, μτχ. λοχόων (λόχος1. ενεδρεύω, παραφυλάω, παγιδεύω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2. απόλ., παραφυλάω ή στήνω ενέδρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· κυρίως σε μτχ. αορ. μαζί με άλλο ρήμα, λοχήσας πολλοὺς διέφθειρεν, σε Θουκ.Μέσ., λοχησάμενος, σε Ομήρ. Οδ. 3. με αιτ. τόπου, καταλαμβάνω στήνοντας ενέδρα, ἐλόχησαν τὴν ὁδόν, σε Ηρόδ.