Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λοξός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λοξός, , -όν, 1. κεκλιμμένος, ελλειψοειδής, πλάγιος, Λατ. obliquus, σε Ευρ.· λοξὰ βαίνειν, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βάβρ.· ὁ λοξὸς κύκλος, εκλειπτική, σε Αριστ. 2. λέγεται για ύποπτα βλέμματα, λοξὸν ὁρᾶν, στραβοκοιτάζω, κοιτάζω με δυσπιστία ή υποψία, Λατ. limis oculis, σε Σόλων· λοξὰ βλ., σε Θεόκρ.· αὐχένα λοξὸν ἔχειν, έχει αποστρέψει τον λαιμό του, δηλ. απέσυρε τη εύνοιά του, σε Τυρτ.· επίσης, stare capite obstipo του Ορατίου, σε Θέογν. 3. λέγεται για τη γλώσσα, πλάγιος, αμφίβολος, ασαφής, σκοτεινός, κυρίως σχετικά με χρησμούς, σε Λουκ.