LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λοιγός"
- λοιγός, -οῦ, ὁ, καταστροφή, ερήμωση, βλάβη, φθορά, λέγεται για θάνατο από λοιμό, πανούκλα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον πόλεμο, στο ίδ.· χρησιμ. και για την καταστροφή των πλοίων, στο ίδ.