LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λογοποιός"
- λογο-ποιός, ὁ (ποιέω)· I. 1. πεζογράφος, κυρίως ιστορικός, χρονογράφος, σε Πλάτ., κ.λπ. 2. μυθογράφος, σε Ηρόδ., Πλούτ. II. 1. = λογογράφος II, σε Πλάτ. 2. κατασκευαστής διηγήσεων, κάπηλος ειδήσεων, αυτός που διαδίδει φήμες, σε Δημ.