Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λογίζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λογίζομαι, αποθ., μέλ. Αττ. λογιοῦμαι, αόρ. ἐλογισάμην, παρακ. λελόγισμαι· αόρ. ἐλογίσθην και κάποιες φορές παρακ. λελόγισμαι με Παθ. σημασία· (λόγοςI. 1. λογαριάζω, υπολογίζω (κυρίως λέγεται για αριθμητικούς υπολογισμούς), σε Ηρόδ.· λογίζομαι ἀπὸ χειρός, υπολογίζω κατά προσέγγιση, εκ του προχείρου, σε Αριστοφ.· με αιτ. πράγμ., λογίζομαι τοὺς τόκους, υπολογίζω τον τόκο, στον ίδ.· τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα, να δαπανήσεις τρεις μνες και να αποδώσεις δώδεκα, στον ίδ. 2. με αιτ. και απαρ., λογαριάζω, υπολογίζω ότι..., σε Ηρόδ., Δημ. 3. λογίζομαί τί τινι, βάζω στον λογαριασμό κάποιου, χρεώνω κάποιον, Λατ. imputare, σε Δημ., Κ.Δ. 4. λογίζομαι ἀπό..., αφαιρώ από..., σε Δημ. II. 1. χωρίς αναφορά σε αριθμούς, λαμβάνω υπόψη, υπολογίζω, θεωρώ, σε Ηρόδ., Αττ.· λογίζομαι περίτινος, κάνω λογαριασμούς, κάνω υπολογισμούς για..., σε Ηρόδ., Ξεν. 2. με αιτ. και απαρ., λογαριάζω, θεωρώ, νομίζω ότι..., σε Ηρόδ., Αττ.· παραλειπομένου του απαρ., υπολογίζω ή λογαριάζω κάτι με αυτό τον τρόπο, τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν, σε Ευρ.· μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λογίζομαι, λογαριάζω τις δύο μέρες σαν μία, σε Ξεν. 3. με απαρ. μέλ., λογαριάζω ότι θα κάνω κάτι, υπολογίζω ή περιμένω ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν.· με αιτ. μόνο, βασίζομαι σε..., στηρίζομαι σε..., υπολογίζω σε..., λογαριάζω σε..., σε Σοφ. 4. συμπεραίνω συλλογιζόμενος, συμπεραίνω ότι..., σε Πλάτ., Ξεν. III. αόρ. ἐλογίσθην και ενίοτε παρακ. λελόγισμαι χρησιμ. με Παθ. σημασία, λογαριάζομαι ή υπολογίζομαι, σε Ξεν.