LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λιτή"
- λῐτή, ἡ (λίτομαι)· I. προσευχή, παράκληση, κυρίως, στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ. II. Λιταί, προσευχές θλίψης και μετανοίας, προσωποποιημένες σαν θεές στην Ομήρ. Ιλ. I. 502 κ.εξ.