LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λισσός"
- λισσός, -ή, -όν (λίς, ἡ), λείος, λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη, λεία πέτρα που «τρέχει» απότομα στη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· λισσὴ δ' ἀναδέδρομε πέτρη, στο ίδ.