Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λιπαρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λῐπᾰρός, , -όν (λίποςI. 1. ελαιώδης, γυαλιστερός, που λάμπει από το λάδι ή το λίπος, κατά τη συνήθεια των αρχαίων να αλείφουν με λάδι τα σώματά τους στην παλαίστρα, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., κ.λπ. 2. ελαιώδης, λαδωμένος, αυτός που έχει λίπος, σε Αριστοφ. II. λέγεται για την κατάσταση του ανθρώπινου σώματος ή δέρματος, στιλπνός, γυαλιστερός, ζωηρός, Λατ. nitidus, λιπαροὶ πόδες, εύρωστα, απαλά πόδια, χωρίς καμία ρυτίδα, σε Ομήρ. Ιλ.· λιπαρώτεροι ἐγένοντο, σε Ηρόδ.· λιπαρὸν στῆθος, σε Αριστοφ., κ.λπ. III. λέγεται για την κατάσταση της ζωής, πλούσιος, άνετος, ευάρεστος, με ευμάρεια, Λατ. nitidus, lautus, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· ομοίως, λιπαρῶς γηράσκειν, σε Ομήρ. Οδ. IV. λέγεται για πράγματα, λαμπρός, έξοχος, κομψός, ωραίος, σε Όμηρ. V. λέγεται για το έδαφος, παχύς, γόνιμος, εύφορος, Λατ. pinguis, σε Ομηρ. Ύμν., Θέογν.· λιπαραὶ Ἀθῆναι, προσφιλές επίθ. στους Αθηναίους, πιθ. αναφορικά προς τις ελιές της Αττικής, σε Πίνδ., Αριστοφ.