Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λιθοξόος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λῐθο-ξόος, (ξέω), κτίστης, κατεργαστής λίθου ή μαρμάρου, σε Ανθ., Λουκ.