Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λιθοκόλλητος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λῐθο-κόλλητος, -ον (κολλάωI. διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, σε Θεόφρ., Πλούτ.· λιθοκόλλητον στόμιον, χαλινάρι που έχει κολλημένους λίθους (για να το κάνουν οξύτερο, πιο κοφτερό), σε Σοφ. II. τὸ λιθοκόλλητον, σκαλιστή εργασία, μωσαϊκό, ψηφιδωτό, σε Στράβ.