Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λιγυρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λῐγῠρός, , -όν, I. καθαρός, αυτός που σφυρίζει, ισχυρός, λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μαστίγιο, στο ίδ.· λιγυρὰ ἄχεα, θλίψεις, πόνοι που εκδηλώνονται με δυνατούς θρήνους, σε Ευρ.· επίσης, αυτός που έχει καθαρή και γλυκιά φωνή, σε Όμηρ., κ.λπ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., λιγυρὰ ἀείδειν, σε Θέογν.· λιγυρῶς, σε Θεόκρ. II. μαλακός, εύκαμπτος, λέγεται για την ουρά των σκύλων, σε Ξεν.