LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λιγνύς"
- λιγνύς, -ύος, ἡ, πυκνός καπνός αναμεμιγμένος με φλόγες, ζοφερή φωτιά, σε Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.· λιγνὺς πρόσεδρος, στον Σοφ., είναι ο καπνός της φωτιάς που περικυκλώνει τον Ηρακλή.