Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λιβάς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λῐβάς, -άδος, (λείβω), καθετί που πέφτει ή στάζει, πηγή, ρυάκι, σε Σοφ., Ευρ.· στάσιμο νερό, σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.