Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ληνός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ληνός, Δωρ. λᾱνός, -οῦ, , όπως το Λατ. lacus, alveus, κάδος ή σκάφη. 1. βαρέλι κρασιού, πατητήρι, σε Θεόκρ. 2. λάρνακα για το πότισμα των βοοειδών, σε Ομηρ. Ύμν.
λῆνος, -εος, τό, Λατ. lana, μαλλί προβάτου, σε Αισχύλ.