Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ληΐζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ληΐζομαι, Αττ. λῄζομαι, Αττ. παρατ. ἐλῃζόμην, μέλ. ληΐσομαι, Επικ. ληΐσομαι· αόρ. ἐληΐσάμην, Αττ. γʹ ενικ. ἐλῄσατο, Επικ. ληΐσσατο· παρακ. με Παθ. σημασία λέλῃσμαι· αποθ. (ληΐςI. 1. λαμβάνω ως λάφυρο, κομίζω ως λεία, σε Όμηρ., Ηρόδ.· γενικά, λαμβάνω δια της βίας, κερδίζω, αποκτώ, σε Ησίοδ. 2. λεηλατώ, ληστεύω, αρπάζω, ιδίως με επιδρομές, ἀλλήλους, σε Θουκ., Ξεν. 3. απόλ., λεηλατώ, σε Ηρόδ. II. παρακ. λέλῃσμαι, με Παθ. σημασία, έχω γίνει αντικείμενο αρπαγής, με λαμβάνουν ως λεία, σε Ευρ.