Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λεῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λεῖος, , -ον, Λατ. levis, 1. απαλός, λείος, ομαλός στην αφή, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ., κ.λπ.· λέγεται για υφάσματα, μη ανάγλυφος, απλός, χωρίς κεντήματα, σε Θουκ. 2. λέγεται για τόπους, επίπεδος, ομαλός, ισόπεδος, σε Όμηρ.· λεῖα δ' ἐποίησεν (θεμείλια), τα έφερε στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος, τα ισοπέδωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., χῶρος λεῖος πετράων, ομαλός, δηλ. απαλλαγμένος από πέτρες, βράχους, σε Ομήρ. Οδ. 3. αυτός που έχει απαλή επιδερμίδα, χωρίς γένεια, άτριχος, σε Θεόκρ. 4. μεταφ., λέγεται για τον άνεμο, απαλός, μαλακός, ήπιος, σε Αριστοφ.· λέγεται για τις λέξεις, σε Αισχύλ.