LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λεῖμμα"
- λεῖμμα, -ατος, τό, = λείψανον, σε Πλούτ.· τοῦ παιδὸς τὰ λείμματα, ό,τι απέμεινε από αυτόν, απομεινάρια του, λείψανα, σε Ηρόδ.