Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λεχώ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
λεχώ, -όος, συνηρ. λεχοῦς, (λέχος), λεχώνα, γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει, Λατ. puerpera, σε Ευρ.
λεχώϊος, -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε λεχώνα, δῶραλεχώϊα, δώρα που προσφέρονται στη λεχώνα κατά τον τοκετό, σε Ανθ.