Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λευκός"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
λευκός, , -όν (από √ΛΥΚI. 1. φωτεινός, λαμπρός, καθαρός, λέγεται για το φως του ήλιου, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται και για μεταλλικές επιφάνειες, λέβης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λευκὴ γαλήνη, γαλήνη εύθραστη σαν γυαλί, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το νερό, γενικά, λαμπρό, διαυγές, διαφανές, σε Όμηρ., Ευρ. 2. μεταφ., καθαρός, απλός, σαφής, ευκρινής, αντιληπτός, λέγεται για συγγραφείς, σε Ανθ. II. 1. λέγεται για το χρώμα, λευκός, άσπρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· λευκὸν ἅρμα = λεύκιππον, σε Ευρ. 2. χρησιμ. για την ανθρώπινη επιδερμίδα, λευκή, απαλή και ωραία, σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης, με τη σημασία της απογύμνωσης, πούς, σε Ευρ., πρβλ. λευκόπους· έπειτα σαν σημάδι θηλυπρέπειας, κατάλευκος, ωχρός, χλωμός, ασθενής, σε Αριστοφ., Ξεν.· λευκαὶ φρένες, σε Πίνδ., πιθ., μανιασμένες, εξοργισμένες. 3. λευκὸς χρυσός, ωχρός χρυσός, χρυσός σε κράμα (όχι καθαρός), δηλ. χρυσός αναμεμειγμένος με ασήμι (πιθ. το ίδιο με το ἤλεκτρον), αντίθ. προς το χρυσὸς ἄπεφθος, σε Ηρόδ. 4. λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, ημέρα χαράς μετά από νύχτα πένθους, σε Αισχύλ.
λευκό-στικτος, -ον (στίζω), αυτός που έχει λευκά στίγματα, σε Ευρ.
λευκό-σφῠρος, -ον (σφυρόν), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, λευκά ή γυμνά πόδια, σε Θεόκρ.