Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λεπτός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
λεπτός, , -όν (λέπωI. 1. ξεφλουδισμένος, απολεπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για σκόνη, στάχτη, κ.λπ., λεπτός, μικρός, αποτελούμενος από μικρά μόρια, απειροελάχιστος, στο ίδ., σε Σοφ., Αριστοφ. 3. λέγεται για ενδύματα, κλωστές, κ.λπ., λεπτός, φίνος, σε Όμηρ., Ευρ. 4. λέγεται για το ανθρώπινο σώμα, αδύνατος, άπαχος, λιγνός, ισχνός, σε Αριστοφ., Ξεν.· επίσης, λεπτοκαμωμένος, μικροκαμωμένος, σε Πλάτ. 5. λέγεται για χώρο, όπως το στενός, λεπτός, στενός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ λεπτόν, σε στενή, λεπτή γραμμή, σε Ξεν. 6. γενικά, μικρός, αδύνατος, ανίσχυρος, μῆτις, σε Ομήρ. Ιλ.· λεπτὴ ἐλπίς, σε Αριστοφ.· λεπτὰ ἴχνη, αμυδρά ίχνη, σε Ξεν. τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρά κτήνη, δηλ. πρόβατα και κατσίκες, αιγοπρόβατα, σε Ηρόδ.· λεπτὰ πλοῖα, μικρά σκάφη, στον ίδ., κ.λπ. 7. λέγεται για ήχους, ελαφρός, λεπτός, οξύς, σε Αισχύλ.· λεπταὶ πνοαί, ελαφρύ αεράκι, σε Ευρ. 8. λέγεται για κρασί, ελαφρύς, σε Λουκ. II. μεταφ., λεπτός, ικανός, ευφυής, ακριβής, νοῦς, μῦθος, σε Ευρ., κ.λπ.· ομοίως, επίρρ., λεπτῶς μεριμνᾶν, σε Πλάτ.
λεπτοσύνη, , = λεπτότης, σε Ανθ.