LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λειμών"
- λειμών, -ῶνος, ὁ (λείβω), τόπος με υγρασία, τόπος χλοερός, λιβάδι, Λατ. pratum, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
- λειμωνιάς, -άδος, ποιητ. θηλ. του λειμώνιος, σε Σοφ.
- λειμώνιος, -α, -ον (λειμών), αυτός που ανήκει στο λιβάδι, χλοερός, Λατ. pratensis, σε Αισχύλ., Θεόκρ.
- λειμωνόθεν (λειμών), επίρρ., από το λιβάδι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λειμωνόθε, σε Θεόκρ.

