Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λειμών"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
λειμών, -ῶνος, (λείβω), τόπος με υγρασία, τόπος χλοερός, λιβάδι, Λατ. pratum, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
λειμωνιάς, -άδος, ποιητ. θηλ. του λειμώνιος, σε Σοφ.
λειμώνιος, , -ον (λειμών), αυτός που ανήκει στο λιβάδι, χλοερός, Λατ. pratensis, σε Αισχύλ., Θεόκρ.
λειμωνόθεν (λειμών), επίρρ., από το λιβάδι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λειμωνόθε, σε Θεόκρ.