Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λείπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λείπω (από √ΛΙΠ), μέλ. λείψω, αόρ. βʹ ἔλῐπον, παρακ. λέλοιπα, υπερσ. ἐλελοίπεινΜέσ., αόρ. βʹ ἐλιπόμηνΠαθ., Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, λείψομαι· επίσης λειφθήσομαι και λελείψομαι, αόρ. ἐλείφθην, γʹ ενικ. Επικ. ἔλειφθεν, παρακ. λέλειμμαι, υπερσ. ἐλελείμμην, Επικ. λελείμμην.
Α. I.
μτβ., 1. αφήνω, εγκαταλείπω, σε Όμηρ., κ.λπ. 2. αφήνω πίσω μου, αφήνω στο σπίτι μου, στον ίδ., κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν, αφήνω σαν κληρονομιά, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., αφήνω πίσω μου ως ενθύμιο στους μεταγενέστερους, σε Ηρόδ., κ.λπ. 3. αφήνω, ξεχνώ, εγκαταλείπω, «αφήνω στους δρόμους», σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· λείπω ἐράνους, δεν πληρώνω..., σε Δημ.· ομοίως, λείπω δασμόν, φοράν, σε Ξεν.· αντιστρόφως, λίπον ἰοὶ ἄνακτα, εξαντλήθηκαν, δεν του έμειναν άλλα βέλη, σε Ομήρ. Οδ. II. αμτβ., ελλείπω, δεν υπάρχω, δεν φαίνομαι, Λατ. deficio, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ. Β. I. 1. Παθ., καταλείπομαι, εγκαταλείπομαι, σε Όμηρ., κ.λπ. 2. μένω, υπολείπομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., κ.λπ. 3. μένω ζωντανός, σε Ομήρ. Οδ. II. με γεν., απομένω χωρίς κάποιον, εγκαταλείπομαι από κάποιον, σοῦ λελειμμένη, σε Σοφ.· αλλά λελειμμένος δορός, αυτός που αποκλείστηκε από το δόρυ, δηλ. δεν σκοτώθηκε, δεν σφαγιάστηκε, σε Αισχύλ. III. 1. αφήνομαι πίσω, υπολείπομαι σε αγώνα δρόμου, σε Ομήρ. Ιλ.· λελειμμένος οἰῶν, αυτός που μένει πίσω από τα πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς δίσκουρα λέλειπτο, είχε μείνει πίσω, υπολειπόταν κατά μια βολή δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῦκήρυκος μὴ λείπεσθαι, να μην υπολείπονται του κήρυκα κατά την επιστροφή, σε Θουκ. 2. δεν φτάνω κάποιον, είμαι κατώτερος, χειρότερος, ασθενέστερος ή μικρότερος από κάποιον, τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, υπολείπεσαι, δεν καταλαβαίνεις τα σχέδιά μου, σε Ευρ. 3. λείπεσθαι ἀπό τινος, κρατιέμαι σε απόσταση από κάποιον, αποτραβιέμαι, επιφυλάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λείπεσθαι βασιλέος ή ἀπὸ βασιλέος, εγκαταλείπω τον βασιλιά, λιποτακτώ, σε Ηρόδ.· απόλ., κρατάω απόσταση, είμαι απών, απουσιάζω, στον ίδ. 4. έχω έλλειψη, πάσχω από, ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν, σε Σοφ., κ.λπ.