Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λεία"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
λεία, Ιων. ληΐη, Δωρ. λᾴα, , 1. κλοπιμαία, λάφυρα που προέρχονται από αρπαγή, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· γενικά, περιουσία που μπορεί να ληστευθεί, σε Θουκ., Ξεν.· λείαν ποιεῖσθαι χώραν = λεηλατεῖν χώραν, σε Θουκ.· Μυσὼν λεία, λέγεται για κάθε πράγμα που μπορεί να αρπάξει κάποιος χωρίς να τιμωρηθεί «ξέφραγο αμπέλι», διαρπαγή, σε Δημ. 2. λαρυφαγώγηση (ως πράξη), ζῆν ἀπὸ ληΐης, σε Ηρόδ.
λειαίνω, Ιων. αντί λεαίνω.