LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λαχανοπώλης"
- λᾰχᾰνο-πώλης, -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει λάχανα, μανάβης· θηλ. λᾰχᾰνόπωλις, -ιδος, σε Αριστοφ.