Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λαρός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
λάρος[ᾰ], , γνωστό αδηφάγο θαλάσσιο πτηνό, γλάρος, που ορμάει προς τη θάλασσα για να αρπάξει το θήραμά του και έπειτα επιπλέει στα κύματα, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., λέγεται για τους άπληστους δημαγωγούς, σε Αριστοφ. II. είδος ήμερου ωδικού πτηνού, σε Ανθ.
λᾱρός, -όν, 1. ευχάριστος στη γεύση, ηδύς, γλυκός, σε Όμηρ.· Επικ. υπερθ., λᾱρώτατος οἶνος (χάριν μέτρου αντί λᾱρότατος), σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. λαρότερον, ως επίρρ., σε Ανθ. 2. ευχάριστος στην οσμή, εύοσμος, σε Μόσχ., Ανθ. 3. ευχάριστος στην όψη, αγαπητός, σε Ανθ. 4. ευχάριστος στην ακοή, μελωδικός, στον ίδ.