LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λαπάρα"
- λᾰπάρᾱ[πᾰ], Ιων. λαπάρη, ἡ (λαπαρός), μαλακό μέρος του σώματος μεταξύ των πλευρών και του ισχίου, λαγώνα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., κ.λπ.· στον πληθ., λαγόνες, πλευρά, Λατ. ilia, σε Ηρόδ.