Αποτελέσματα για: "λαμπάς"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
λαμπάς, -άδος, ἡ (λάμπω), I. 1. πυρσός, δάδα, σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.· πυρσός σηματοδοσίας που χρησιμεύει σαν φάρος, σε Αισχύλ.· μεταγεν., λάμπα, λύχνος ελαίου, σε Κ.Δ., Ανθ. 2. μεταφ., λέγεται για τον ήλιο, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· ἡ ἐπιοῦσα λαμπάς, το φως που έρχεται, δηλ. η επόμενη μέρα, σε Ευρ. II. ο αγώνας της λαμπαδηδρομίας, όπως λαμπαδηδρομία, σε Ηρόδ.· λαμπάδα δραμεῖν, παίρνω μέρος στον αγώνα της λαμπαδηδρομίας, σε Αριστοφ.
-
λαμπάς, ποιητ. επίθ., θηλ. του λαμπρός, αυτή που λάμπει από τις λαμπάδες, σε Σοφ.