Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λαμπάς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
λαμπάς, -άδος, (λάμπω), I. 1. πυρσός, δάδα, σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.· πυρσός σηματοδοσίας που χρησιμεύει σαν φάρος, σε Αισχύλ.· μεταγεν., λάμπα, λύχνος ελαίου, σε Κ.Δ., Ανθ. 2. μεταφ., λέγεται για τον ήλιο, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· ἡ ἐπιοῦσα λαμπάς, το φως που έρχεται, δηλ. η επόμενη μέρα, σε Ευρ. II. ο αγώνας της λαμπαδηδρομίας, όπως λαμπαδηδρομία, σε Ηρόδ.· λαμπάδα δραμεῖν, παίρνω μέρος στον αγώνα της λαμπαδηδρομίας, σε Αριστοφ.
λαμπάς, ποιητ. επίθ., θηλ. του λαμπρός, αυτή που λάμπει από τις λαμπάδες, σε Σοφ.