Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λαμβάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λαμβάνω (√ΛΑΒ), μέλ. λήψομαι, Ιων. λάμψομαι, Δωρ. λαψεῦμαι ή λαψοῦμαι, αόρ. βʹ ἔλᾰβον, Επικ. ἔλλᾰβον· Ιων. λάβεσκον· προστ. λαβέ, παρακ. εἴληφα, Ιων. λελάβηκα· υπερσ. εἰλήφειν, Ιων. γʹ ενικ. λελαβήκεεΜέσ., αόρ. βʹ ἐλαβόμην, Επικ. ἐλλαβόμην, Επικ. απαρ. με αναδιπλ. λελαβέσθαιΠαθ., μέλ. ληφθήσομαι, αόρ. ἐλήφθην, Ιων. ἐλάμφθην, παρακ. εἴλημμαι, στους Τραγ. λέλημμαι· Ιων. λέλαμμαι. Η πρώτη έννοια της λέξης είναι διπλή, η μεν (περισσότερο ενεργητική), λαμβάνω, παίρνω· η δε (περισσότερο παθητική), λαμβάνω, δέχομαι.
Α. I.
λαμβάνω, παίρνω· 1. πιάνω, αρπάζω, κατάσχω, σε Όμηρ., κ.λπ.· το μέρος που λαμβάνεται τίθεται σε γεν., ενώ το όλον σε αιτ., π.χ. τὴν πτέρυγαν λάβεν, την έπιασε από το φτερό, σε Ομήρ. Ιλ.· γούνων λάβεκούρην, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· όταν παραλείπεται η αιτ. του όλου, το λαμβάνω συντάσσεται μόνο με γεν. του μέρους, ποδῶν, γούνων, κόρυθος λάβεν, έπιασε από τα πόδια, κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. λαμβάνω δια της βίας, αρπάζω, αποκομίζω κάτι σαν λεία, σε Όμηρ. 3. λαμβάνω δίκην, ποινάς, Λατ. sumere poenas, λαμβάνω ικανοποίηση, επιβάλλω ποινή, σε Ευρ., κ.λπ. 4. λέγεται για πάθη, αισθήματα, κ.λπ., καταλαμβάνω, κυριεύω, σε Όμηρ., κ.λπ.· λέγεται για πυρετό και αιφνίδια ασθένεια, προσβάλλω, καταλαμβάνω, σε Ηρόδ., Αττ. 5. χρησιμ. για θεότητα, καταλαμβάνω, κατέχω, τινά, σε Ηρόδ.· λέγεται για το σκοτάδι και τα συναφή, καταλαμβάνω, κατέχω, σε Αισχύλ. 6. καταλαμβάνω, επέρχομαι σαν εχθρός, σε Όμηρ., Ηρόδ.· καταλαμβάνω, βρίσκω, επέρχομαι, λαμβάνω τινὰ μοῦνον, σε Ηρόδ., κ.λπ.· επίσης, καταλαμβάνω, βρίσκω, ανακαλύπτω, Λατ. deprehendo, στον ίδ.· ομοίως Παθ., ἐπ' αὐτοφώρῳ εἰλημμένος, πιάστηκε κατά την πράξη, επ' αυτοφώρω, σε Αριστοφ. 7. λαμβάνω τινὰ ὁρκίοισι, δένω, υποχρεώνω κάποιον με όρκους, σε Ηρόδ. 8. παίρνω κάποιον ως βοηθό, σε Σοφ. 9. τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα, κράτησε την Ίδη προς τα αριστερά σου· ομοίως, λαβὼν ἐν δεξιᾷ, σε Θουκ. 10. λαμβάνω Ἑλληνίδα ἐσθῆτα, τη φορώ, τη δέχομαι, σε Ηρόδ. 11. αντιλαμβάνομαι δια των αισθήσεων, σε Σοφ., Πλάτ.· προσλαμβάνω με το μυαλό, αντιλαμβάνομαι, «πιάνω», κατανοώ, σε Ηρόδ., κ.λπ.· εκλαμβάνω, κατανοώ κάτι όπως ακριβώς είναι, π.χ. χωρίο συγγραφέα, Λατ. accipere, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ. 12. παίρνω στα χέρια μου, αναλαμβάνω, σε Ηρόδ. 13. η μτχ. λαβών πολλές φορές πλεονάζει, όπως λαβὼν κύσε χεῖρα, πήρε και φίλησε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, σε Αττ. II. λαμβάνω κάτι, αποδέχομαι· 1. λαμβάνω κάτι που μου προσφέρεται, κερδίζω, αποκομίζω, αποκτώ κάτι, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, με αρνητική σημασία, λαμβάνω ὄνειδος, σε Σοφ.· λαμβάνω θάνατον, σε Ευρ., κ.λπ. 2. παντρεύομαι, σε Ηρόδ., Ξεν. 3. λαμβάνω δίκην, λαμβάνω τιμωρία, δηλ. υποφέρω, παθαίνω, τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Ευρ.· 4. λαμβάνω ὅρκον, δέχομαι όρκο σαν δοκιμασία, σε Αριστ.· λαμβάνω λόγον, απαιτώ λογαριασμό, σε Ξεν. 5. συλλαμβάνω παιδί, μένω έγκυος, σε Αισχύλ. 6. λαμβάνω σαν εισόδημα ή αποκομίζω κέρδος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· αγοράζω αντί..., σε Αριστοφ. 7. δέχομαι, παραδέχομαι, σε Πίνδ. 8. λέγεται για πρόσωπα υποταγμένα σε αισθήματα, πάθη και άλλα παρόμοια, λαμβάνω θυμόν, «παίρνω θάρρος», σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, περιφραστικά, λαμβάνω φόβον = φοβεῖσθαι, σε Σοφ., κ.λπ.· ομοίως, λαμβάνω ὕψος = ὑψοῦσθαι, σε Θουκ.· λαμβάνω νόσον, «παίρνω» κρυολόγημα, σε Πλάτ.· ομοίως, αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι, λαμβάνοντας επιπρόσθετες επάλξεις, αποκτώντας περισσότερες πολεμίστρες, σε Θουκ. Β. 1. Μέσ., πιάνομαι από κάτι ή κάποιον, με γεν., λαμβάνομαι σχεδίης, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ. 2. λέγεται για τόπο, λαμβάνομαι τῶν ὀρῶν, καταφεύγω στα όρη, φτάνω στα βουνά, σε Θουκ.