LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λαλιά"
- λᾰλιά, ἡ (λαλέω), I. 1. ομιλία, λόγος, σε Αριστοφ., Ανθ. 2. συζήτηση, σε Κ.Δ.· φλυαρία, πολυλογία, σε Αισχίν. II. τρόπος ομιλίας, προφορά, διάλεκτος, σε Κ.Δ.

