LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λαλέω"
- λᾰλέω, μέλ. -ήσω (λαλός)· I. 1. μιλάω, πολυλογώ, φλυαρώ, σε Αριστοφ., κ.λπ.· γενικά, μιλάω, λέω, διηγούμαι, σε Σοφ. 2. με αιτ., μιλάω για κάτι, για κάποιον, σε Θεόκρ. 3. μεταγεν., ακριβώς όπως το λέγω, μιλάω, σε Κ.Δ., Θουκ. — Παθ., λαληθήσεταί σοι, θα σου ανακοινωθεί, σε Κ.Δ. II. κύρια σημασία, φλυαρώ, έρχεται ενίοτε σε αντίθ. προς τον έναρθρο λόγο, όπως λέγεται για τους πιθήκους, λαλοῦσι μὲν φράζουσι δὲ οὔ, σε Πλούτ.· λέγεται για ακρίδες, τετερίζω, σε Θεόκρ. III. λέγεται για μουσικούς ήχους, αὐλῷ λαλεῖν, στον ίδ.