LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λαθραῖος"
- λαθραῖος, -ον, μυστικός, κρυφός, απόκρυφος, σε Αισχύλ., Σοφ.· λαθραῖος ὠδίς, αυτός που γεννήθηκε κρυφά, σε Ευρ.· επίρρ., λαθραίως, σε Αισχύλ., κ.λπ.