LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λαγῷος"
- λᾰγωός, -οῦ, ὁ, Επικ. αντί λαγώς.
- λᾰγῷος, -α, -ον, συνηρ. αντί λαγῴϊος, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· τὰλαγῷα (ενν. κρέα), κρέας του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ.