Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λαγών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λᾰγών, -όνος, (λαγαρός), I. κοίλο μέρος του σώματος κάτω από τα πλευρά, κοινώς «λαγόνι», σε Ευρ.· στον πληθ., λαγόνες, στον ίδ., Αριστοφ. II. μεταφ., κάθε κοιλότητα, σε Ανθ., Πλούτ.