Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λαγχάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λαγχάνω (√ΛΑΧ), μέλ. λήξομαι, Ιων. λάξομαι· αόρ. βʹ ἔλᾰχον, Επικ. ἔλλαχον, λάχον (για το λέλᾰχον, βλ. κατωτ. IV)· παρακ. εἴληχα· υπερσ. εἰλήχειν, ποιητ. και Ιων. παρακ. λέλογχα, γʹ ενικ. υπερσ. ἐλελόγχει, Δωρ. λελόγχηΠαθ., αόρ. ἐλήχθην, παρακ. εἴληγμαι· I. 1. με αιτ. πράγμ., λαμβάνω με κλήρο, λόγω τύχης ή θέλησης των θεών, σε Όμηρ.· με απαρ., ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν, μου έλαχε σαν μερίδιο να κατοικώ τη θάλασσα, λέει ο Ποσειδώνας (για τη διανομή του σύμπαντος μεταξύ των γιων του Κρόνου), σε Ομήρ. Ιλ.· ἔλαχ' ἄναξ δούλην σ' ἔχειν, σε Ευρ.· λέγεται για θεό που ορίζει την ζωή κάποιου, ἐμὲ μὲν Κὴρ λάχε, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως στον παρακ., είμαι η θεότητα που προστατεύει κάποιον τόπο, η πολιούχος θεότητα, θεοῖσιν, ἡ Περσίδα γῆν λελόγχασι, σε Ηρόδ.· απόλ., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι, η θέση τους είχε ορισθεί κοντά στο «Θυμβραίο πεδίο», σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για δημόσιους άρχοντες, λαμβάνω αξίωμα με κλήρο (βλ. λ. κύαμος II)· ἀρχὴν λαχεῖν, αντίθ. προς το χειροτονηθῆναι (εκλέγομαι με ανάταση των χεριών), σε Αριστοφ.· ομοίως, με απαρ., ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν, αυτός στον οποίο έπεσε ο κλήρος να είναι πολέμαρχος, σε Ηρόδ.· οἱ λαχόντες βουλευταί (ενν. εἶναι), σε Ρήτ.· απόλ., οἱ λαχόντες, εκείνοι στους οποίους έπεσε ο κλήρος, σε Θουκ. 3. ως Αττ. νομικός όρος, λαγχάνειν δίκην, λαμβάνω την άδεια να παρουσιάσω αγωγή στο δικαστήριο, σε Πλάτ., σε Ρήτ.· (χωρίς το δίκην) λαγχάνειν τινί, κάνω μήνυση εναντίον κάποιου, σε Ρήτ. II. με γεν. διαιρ., γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος, λαμβάνω, αποκτώ κάτι, σε Όμηρ., Αττ. III. απόλ., λαμβάνω, τραβώ κλήρο, σε Ομήρ. Οδ.· ρίχνω ψήφο, σε Κ.Δ. IV.μτβ., Επικ. αναδιπλ. αορ., λέλᾰχον, κατέχω, εξουσιάζω, πυρὸς λελαχεῖν τινα, χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα της νεκρώσιμης ακολουθίας μετά πυρός, σε Ομήρ. Ιλ. V. αμτβ., πέφτω στον κλήρο ή στο μερίδιο κάποιου, λαχαίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.