LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λαβύρινθος"
- λᾰβύρινθος[ῠ], ὁ, I. μεγάλο οικοδόμημα που αποτελείται από πολλές αίθουσες που συγκοινωνούν μεταξύ τους με πολύπλοκους και ελικοειδείς διαδρόμους, σε Ηρόδ. II. κοχλίας, όπως το σαλιγκάρι, σε Ανθ.· ἐκ σχοινίων λαβύρινθος, δίχτυ από βούρλα, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).