
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λίψ"
- λίψ, ὁ, γεν. λῐβός, ο ΝΔ άνεμος, Λατ. Africus, σε Ηρόδ., Θεόκρ. (από το λείβω, επειδή έφερνε υγρασία).
- λιψ-ουρία, ἡ (οὖρον), επιθυμία για ούρηση, σε Αισχύλ.