Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λίψ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
λίψ, , γεν. λῐβός, ο ΝΔ άνεμος, Λατ. Africus, σε Ηρόδ., Θεόκρ. (από το λείβω, επειδή έφερνε υγρασία).
λιψ-ουρία, (οὖρον), επιθυμία για ούρηση, σε Αισχύλ.