Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λίς"

Βρέθηκαν 10 λήμματα [1 - 10]
λίς, , Επικ. αντί λέων, λῖν, λίες [ῐ] και λῖες, λίεσσι [ῐ], λιοντάρι, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Θεόκρ.
λίς, , I. Επικ. τύπος αντί λισσή, λεία, σε Ομήρ. Οδ. II. ως αρσ. ουσ., μόνο οι τύποι, δοτ. λιτί και αιτ. λῖτα, μαλακό, λείο ύφασμα· άλλοι θεωρούν το λῖτα ως ουσ. αιτ. πληθ., λινά υφάσματα, καλύμματα· σε Ανθ. λίτα [ῐ] πολυδαίδαλα, κεντημένα υφάσματα.
λίσαι, προστ. αορ. του λίσσομαι· λίσῃ, βʹ ενικ. υποτ.
λίσπος, , -ον (λίς, I. λείος, γυαλισμένος, σε Αριστοφ. II. ως ουσ., λίσπαι, αἱ, κύβοι κομμένοι στα δύο από φίλους (ξένοι), κάθε ένας από τους οποίους κρατάει το μισό σαν ανάμνηση (σύμβολα), σε Πλάτ.
λισσάς, -άδος, I. ανώμ. θηλ. του λισσός, λείος, γυμνός, σε Ευρ., Θεόκρ. II. ως ουσ., γυμνός, λείος, απόκρημνος βράχος, σε Πλούτ.
λίσσομαι, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. λισσέσκετο· αόρ. ἐλῐσάμην, Επικ. ἐλλισάμην, προστ. λίσαι [ῐ], γʹ ενικ. υποτ. λίσῃ· απαρ. αορ. βʹ λῐτέσθαι, ευκτ. λῐτοίμην· 1. ικετεύω, αιτούμαι, παρακαλώ, εκλιπαρώ, είτε απόλ. είτε με αιτ. προσ., σε Όμηρ.· σε γεν., πράγμα για το οποίο κάποιος ικετεύει, λίσσομαί τινα γούνων, σε Ομήρ. Ιλ.· λίσσομαι Ζηνός, σε Ομήρ. Οδ.· συχνά προστίθεται απαρ., οὐδέ σ' ἔγωγε λίσσομαι μένειν, δεν σε παρακαλώ να μείνεις, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ. πράγμ., ζητώ κάτι, ικετεύω για κάτι, οἷ αὐτῷ θάνατον λιτέσθαι, στο ίδ.· με δύο αιτ. (προσ. και πράγμ.), ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι, γι' αυτά δεν σας παρακαλώ πλέον, σε Ομήρ. Οδ.
λισσός, , -όν (λίς, ), λείος, λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη, λεία πέτρα που «τρέχει» απότομα στη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· λισσὴ δ' ἀναδέδρομε πέτρη, στο ίδ.
λιστός, , -όν (λίσσομαι), αυτός ο οποίος μπορεί να συγκινηθεί από ικεσία, παρά Πλάτ.
λιστρεύω, σκάβω γύρω από ένα φυτό, σε Ομήρ. Οδ.
λίστρον, τό, εργαλείο για εξομάλυνση ή λείανση, σκαπάνη, τσάπα, είδος φτυαριού, σε Ομήρ. Οδ., Μόσχ. (αμφίβ. προέλ.).