Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λίνον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λίνον[ῐ], τό, I. οτιδήποτε φτιαγμένο από λινάρι· 1. σχοινί, αλιευτικό σχοινί, σε Ομήρ. Ιλ.· κλωστή που κλώθεται από το αδράχτι, σε Ευρ., κ.λπ.· και στον πληθ., στον ίδ.· μεταφ., κλωστή της ζωής και του πεπρωμένου, την οποία κλώθουν οι Μοίρες, σε Όμηρ., Θεόκρ.· παροιμ., λίνον λίνῳ συνάπτειν, δηλ. να ενώνεις το όμοιο με το όμοιο, να ασχολείσαι με θέματα ίδιου είδους, σε Πλάτ. 2. αλιευτικό δίχτυ, σε Ομήρ. Ιλ.· κυνηγετικό δίχτυ για σύλληψη θηραμάτων, σε Θεόκρ. 3. λινό ύφασμα, σε Όμηρ.· λινό πανί πλοίου, σε Αριστοφ. 4. καραβόπανο, λινή κλωστή, στον ίδ. II. το φυτό που παράγει το λινάρι, Λατ. linum, σε Ηρόδ., κ.λπ.· λίνου σπέρμα, «λινόσπορος», σε Θουκ. III. για το λίνον ἄειδεν, βλ. Λίνος II.