Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λίμνη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
λίμνη, (λείβωI. 1. λίμνη με στάσιμο νερό, που σχηματίζεται από θάλασσα ή από ποτάμι, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, ελώδης λίμνη, βάλτος, Λατ. palus, στο ίδ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, μεγάλη ποσότητα νερού συγκεντρωμένη σε κάποιο τόπο τεχνητή λίμνη, σε Ηρόδ. 2. στον Όμηρ. και σε άλλους ποιητές, θάλασσα. II. Λίμναι, αἱ, μέρος των Αθηνών (πιθανώς κάποτε ελώδες), κοντά στην Ακρόπολη, όπου βρίσκονταν το Λήναιον, σε Αριστοφ., Θουκ., κ.λπ.
Λιμνήσιος, , αυτός που προέρχεται από λίμνη, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.
λιμνήτης, -ου, , θηλ. λιμνῆτις, Δωρ. λιμνᾶτις, -ιδος, I. αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ. II. επίθ. της Άρτεμης (προστάτιδα των ψαράδων), δοτ. Λιμνᾶτι, συντετμ. αντί Λιμνάτιδι, σε Ανθ.