Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λίκνον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λίκνον, τό, I. λιχνιστική μηχανή, δηλ. πλατύ καλάθι, κόσκινο στο οποίο τοποθετούσαν το σιτάρι μετά το αλώνισμα και έπειτα το έριχναν κατά τη διεύθυνση του ανέμου, ώστε να διαχωριστεί το σιτάρι από το άχυρο· κάνιστρο προσφοράς καρπών στον Βάκχο, πρβλ. Βιργ. mystica vannus Iacchi, σε Σοφ., Ανθ. II. ενίοτε ο Βάκχος σαν βρέφος μεταφερόταν μέσα σ' αυτό· έπειτα, κούνια, λίκνο, σε Ομηρ. Ύμν., κ.λπ.