Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λήμη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λήμη, , ύλη που μαζεύεται στη γωνία των ματιών, κοινώς «τσίμπλα»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως λήμη, «τσίμπλα» (δηλ. αποκρουστικό θέαμα) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· λῆμαι Κρονικαί, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.