LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λήθη"
- λήθη, Δωρ. λάθα, ἡ (λανθάνω)· I. επιλησμοσύνη, κατάσταση της λήθης, λησμονιά, Λατ. oblivio, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· λήθη παρέχειν, ἐμποιεῖν, σε Πλάτ.· εἰς λήθην ἐμβάλλειν τινά, σε Αισχίν., κ.λπ. II. μετά τον Όμηρ., τόπος λησμονιάς στον Κάτω Κόσμο, σε Σιμων. κ.λπ.