Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λήγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λήγω, Δωρ. λάγω [ᾱ], μέλ. λάξω, I. καταπαύω, καταστέλλω, όπως το παύω, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., χεῖρας λήγειν φόνοιο, σταματώ τα χέρια μου από τον φόνο, σε Ομήρ. Οδ. II. αμτβ., παύομαι, τελειώνω, καταλήγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν., σταματώ από κάτι, παύω να κάνω κάτι, χόλοιο, φόνοιο, κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, παύω, λήγειν ἀείδων, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.