Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λέων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λέων, -οντος, , Επικ. δοτ. πληθ. λείουσι, Λατ. leo, 1. λιοντάρι, σε Όμηρ.· λέγεται για την Άρτεμη, σὲλέοντα γυναιξὶ θῆκε Ζεύς, ο Δίας σε έκανε λιοντάρι απέναντι στις γυναίκες, γιατί πιστευόταν ότι αυτή προξενούσε τον αιφνίδιο θάνατό τους, σε Ομήρ. Ιλ.· οἴκοιμὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες, σε Αριστοφ. 2. = λεοντῆ, δέρμα λιονταριού, σε Λουκ.