Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λέσχη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
λέσχη, , (λέγω Γ)· I. τόπος στον οποίο συγκεντρώνονταν για να μιλήσουν και να μάθουν νέα, σάλα, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· επίσης, κάθε δημόσια στοά που χρησίμευε στη συνάντηση και συνομιλία των πολιτών μεταξύ τους, βουλευτήριο, σε Αισχύλ., Σοφ. II. πολυλογία, κενολογία, κουτσομπολιό, το οποίο γινόταν στις λέσχαις, σε Ευρ.· με θετική σημασία, συνδιάλεξη, συνομιλία, σε Ηρόδ., Σοφ.
λεσχηνεία, , φλυαρία, κενολογία, σε Πλάτ.
λεσχηνεύω (λέσχη), μιλώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Αππ.· Μέσ., συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, πρβλ. προ-λεσχηνεύομαι.