Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λέπαργος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λέπ-αργος, -ον (λέπος), αυτός που έχει λευκό δέρμα, σε Θεόκρ.