Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λάχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λάχος, τό (λαγχάνω), μερίδιο που ορίζεται με κλήρο, Λατ. sors· I. μερίδιο που έχει ορισθεί σε κάποιον, κλήρος, μοίρα, σε Θέογν., Σοφ.· αξίωμα ή εργασία κάποιου, σε Αισχύλ. II. μερίδιο που λαμβάνεται με κλήρο, κλήρος, μερίδα, λαχνός, στον ίδ., Ξεν.